- πανηγυριστής
- πᾰνηγῠρ-ιστής, οῦ, ὁ,A one who attends a πανήγυρις, Str.17.1.17, Luc.Herod.2, Pseudol.5, Poll.1.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανηγυριστής — one who attends a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυριστής — ο, θηλ. ίστρια, ΝΜΑ [πανηγυρίζω] άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης … Dictionary of Greek
πανηγυριστής — ο θηλ. πανηγυρίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον εορτασμό, που πανηγυρίζει, ο πανηγυριώτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανηγυρισταῖς — πανηγυριστής one who attends a masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρισταί — πανηγυριστής one who attends a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυριστέων — πανηγυριστής one who attends a masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυριστήν — πανηγυριστής one who attends a masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυριστῶν — πανηγυριστής one who attends a masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυριστάς — πανηγυριστά̱ς , πανηγυριστής one who attends a masc acc pl πανηγυριστά̱ς , πανηγυριστής one who attends a masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
panegirista — ► sustantivo masculino femenino 1 Orador que pronuncia el panegírico. 2 Persona que alaba a otra de palabra o por escrito: ■ es un panegirista conocido por sus alabanzas a la corona. * * * panegirista (del lat. «panegyrista», del gr.… … Enciclopedia Universal
επιστέφιος — ἐπιστέφιος, ον (Α) πανηγυριστής τής νίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *στέφιος (< στέφος)] … Dictionary of Greek